χαμοκερασιά

χαμοκερασιά
η, Ν [χαμοκέρασο]
βοτ. η φραουλιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χαμοκερασιά — η είδος φυτού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαμαικέρασος — ο, η, ΝΑ (λόγ. τ.) η χαμοκερασιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + κέρασος] …   Dictionary of Greek

  • χαμαικερασιά — η, Ν [χαμαικέρασο] (παλ. τ.) η χαμοκερασιά …   Dictionary of Greek

  • φράουλα — φράουλα, η και φράγουλα, η (λ. ιταλ.) (βοτ.) 1. το φυτό «φραουλιά» (βλ. λ.), η χαμοκερασιά. 2. ο καρπός αυτού του φυτού, το χαμοκέρασο. 3. γλύκισμα που γίνεται από αυτόν τον καρπό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φραουλιά — η ποώδες δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας Pοδίδες, η χαμοκερασιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”